Όμοια με τα όσα τέθηκαν σε προηγούμενη ανάρτηση του Δήμου, σχετικά με την ανάγκη εκπόνησης μελέτης Φέρουσας Ικανότητας για έργα ΑΠΕ, καθώς και για το Τοπίο, υπάρχει άμεση ανάγκη για την εκπόνηση και μελέτης Τουριστικής Φέρουσας Ικανότητας, βάσει και του ορισμού αυτής, όπως αυτός παρατίθεται στο άρθ. 64, ν. 4964/2022. Πιο συγκεκριμένα, "Ως Φέρουσα Ικανότητα (ΦΙ) ενός χωρικού συστήματος, νοούνται τα μέγιστα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων ή και μεταβολών των συνθηκών που επικρατούν σε αυτό, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία που διαβιεί σε αυτό, με αποτέλεσμα να προκαλούνται υπέρμετρες ή μη αναστρέψιμες φθορές στο φυσικό περιβάλλον και να ασκούνται αρνητικές πιέσεις στο ανθρωπογενές περιβάλλον και στην κοινωνία."
Ακόμη, σύμφωνα με την παρ. 3, άρθ. 4, της ΥΑ Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/32892/1414 (Δ' 200/2024), "[...] Η εκτίμηση της ΦΙ ενός χωρικού συστήματος στην περίπτωση που καταγράφεται τάση προσέγγισης ή υπέρβασης των ορίων του συστήματος περιλαμβάνει προτάσεις με τα απαραίτητα ή και εξειδικευμένα μέτρα αντιστάθμισης και εξισορρόπησης, τα οποία μπορεί να διατυπώνονται είτε συνολικά είτε μπορεί να αφορούν συγκεκριμένα πεδία ή δραστηριότητες".
Σύμφωνα με τα παραπάνω, στοιχειολογείται πλήρως η απαίτηση για την εκπόνηση μιας τέτοιας μελέτης, αφού,
- Ειδικά τη τελευταία δεκαετία, έχει παρατηρηθεί ραγδαία αύξηση της επισκεψιμότητας στην περιοχή του Δήμου γεγονός που αναδεικνύεται και από την αύξηση των τουριστικών υποδομών (ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα), στοιχεία των οποίων μπορούν να αντληθούν, τόσο από τις βάσεις δεδομένων του ΞΕΕ, όσο επίσης από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις διανυκτερεύσεις, αλλά και τις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης. Τα στοιχεία αυτά εξάλλου είναι απαραίτητα και για τον υπολογισμό τόσο του Πληθυσμού Αιχμής όσο και του Πληθυσμού Αιχμής Σχεδιασμού, βάσει του οποίου θα πρέπει να διαμορφωθούν τα προγραμματικά μεγέθη της ανάπτυξης στο Δήμο και να συνυπολογιστούν στον σχεδιασμό, τόσο των χρήσεων γης, όσο και των έργων υποδομής.
-Το σύνολο του Δήμου εντάσσεται σε ένα ευρύ καθεστώς περιβαλλοντικής προστασίας, που περιλαμβάνει ευαίσθητα οικοσυστήματα (Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων και Περιοχές Natura 2000). Η νομολογία του ΣτΕ είναι πλούσια πάνω στο εν λόγω θέμα (βλ. ΣτΕ Ολ. 2996/2014, ΣτΕ 2242/2020, 1804/2018, 245/2016) και αναφέρεται ρητά στην ανάγκη διατήρηση της «ακεραιότητας» των προστατευόμενων περιοχών (κυρίως αυτών του Δικτύου NATURA 2000) (Καρατσώλης et al., 2023), η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την Φ.Ι. τους.
-Αντίστοιχα, η νομολογία για την τουριστική Φ.Ι., κυρίως, των νησιωτικών συστημάτων (βλ.ΣτΕ 629/2022 και 631/2022) αναφέρει ότι "[...] η Φ.Ι. δύναται να προσδιοριστεί σε μακροπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα σχέδια βιώσιμης ανάπτυξης τα οποία θα πρέπει να ενσωματώνουν την προστασία του περιβάλλοντος στον οικονομικό σχεδιασμό, ιδίως με έμφαση: α) στην αναθεώρηση των μη βιώσιμων πρακτικών, β) στην προαγωγή περιβαλλοντικώς υγιούς τεχνολογίας και γ) στον αποκλεισμό των τεχνολογιών που δημιουργούν απειλή για το οικοσύστημά τους" (Κατασώλης et al., 2023). Οι ορεινές περιοχές, πέραν των αναπτυξιακών ομοιοτήτων που εμφανίζουν με τα νησιά (περιφερειακότητα, απομόνωση), εμφανίζουν και πολλά κοινά ως προς την ευαισθησία των περιβαλλοντικών και οικολογικών συστημάτων τους, η οποία είναι εύθραυστή, απέναντι σε δραστηριότητες, όπως οι τουριστικές (και μάλιστα με έντονη εποχική διακύμανση), και επομένως είναι απαραίτητο να τεθούν τα όρια εκείνα που θα προειδοποιούν για τις απειλές και τους κινδύνους στην ισορροπίας τους, όπως αυτοί προέρχονται από τη λειτουργία των εν λόγω δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται η αναφορά της έκθεσης "Ορεινός τουρισμός Προκλήσεις και προοπτικές", της Γενική Διεύθυνση Τουριστικής Πολιτικής (2023: 7), του Υπουργείου Τουρισμού, που αναφέρει ότι, "Η παρουσία προστατευόμενων περιοχών στους ορεινούς προορισμούς δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη εγγύηση βιώσιμης ανάπτυξης. Είναι βέβαιο ότι οι περιοχές αυτές συνεισφέρουν στην παρακολούθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και στην περιβαλλοντική προστασία και αποτελούν συχνά πόλο έλξης τουριστών. Ταυτόχρονα όμως υποκρύπτονται απειλές όπως η υπερεκμετάλλευση και η αντίθεση από τους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι μπορεί να μην αποκτούν αρκετά οφέλη ή και να αντιδρούν στις τουριστικές ροές (Ethan and Wattenberg 2020)." Επιπλέον, σημειώνεται ότι , η φ.Ι. συνδέεται με τη βιώσιμη ανάπτυξη και μάλιστα έχει ορισθεί ως επιχειρησιακό εργαλείο αυτής (Khanna et al., 1999).
- Η κλιματική αλλαγή, συνέπεια της οποία είναι να παρατηρούνται θερμότερα καλοκαίρια στις νοτιότερες περιοχές της χώρας, θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα, στα επόμενα χρόνια, που θα συνεισφέρει στην αύξηση της επισκεψιμότητας των ορεινών περιοχών, αφού οι επισκέπτες θα αναζητούν πιο δροσερές περιοχές για τον παραθερισμό τους (Bressaud et al., 2024). Η αύξηση αυτή, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των βροχοπτώσεων και της ύπαρξης χιονιού, όπως συστηματικά πλέον καταγράφεται στις ορεινές περιοχές, την λειτουργία ΜΥΕ σε περιοχές αναψυχής βουνού (Kayaking, rafting κλπ.), και την αύξηση των αστικών λυμάτων και απορριμμάτων, δημιουργεί έντονες πιέσεις στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, αλλά και συγκρούσεις χρήσεων γης, που λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους (Bressaud et al., 2024).
-Ακόμη, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για την περιοχή (και γενικότερα για τις ορεινές περιοχές) θα πολλαπλασιαστεί στα επόμενα χρόνια. Κάτι τέτοιο αποτελεί κατεύθυνση του Υπουργείου Τουρισμού, όπως αυτή τίθεται μέσω της διατύπωσης, στην με αριθμ. 1020/ 2025 υ.α., με θέμα “Προορισμός Βιώσιμου Ορεινού Τουρισμού προσδιορισμός νέου είδους εγκατάστασης ειδικής τουριστικής υποδομής της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014” (Β’ 547/2025)”, και αναφέρεται «[σ]Την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου τουριστικού προϊόντος το οποίο επιτρέπει την από κοινού λειτουργία, εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής με σκοπό την ανάπτυξη των οικονομικών και τουριστικών δραστηριοτήτων σε ορεινές περιοχές. ", οι οποίες μάλιστα αναφέρονται σε υψόμετρα άνω των 900 μ..
-Τέλος, ο τουρισμός, αποτελεί σημαντική οικονομική δραστηριότητα για τον Δήμο και αλυσίδα αξίας, όπως, μπορεί κανείς να αντιληφθεί μέσω των σχετικών στοιχείων της ΕΛΣΑΤ για τους κλάδους της οικονομίας που αφορούν τον Δήμο, οπότε, δεδομένων και των όσων έχουν αναφερθεί ως τώρα, είναι επιβεβλημένη η σωρευτική αξιολόγησή του, μέσω μελέτης Φ.Ι., που θα προσδιορίσει τα όρια των μεγεθών της τουριστικής ανάπτυξης, συμβατής με τον υπερκείμενο χωροταξικό και αναπτυξιακό σχεδιασμό, καθώς επίσης την μορφή, ένταση και περιοδικότητα αυτής, τουλάχιστον μέχρι το έτος σχεδιασμού του ΤΠΣ.
Πηγές:
Bressaud et al. (2024). Διαθέσιμο στο https://anct-site-prod.s3.fr-par.scw.cloud/s3fs-public/2024-02/Lot%203_résumé_EN_26%20janv%20OK.pdf [Προσβάσιμη στις 8 Μαΐου 2025]
Ethan, T. M. & Wattenberg, L. (2020). Mountain Tourism and Sustainable Tourism Development: Perspective from the United States of America. Journal of Hospitality & Tourism Management, 3(2), 71-85.
Khanna, et al (1999).Carrying-capacity as a basis for sustainable development, a case study of National Capital Region in India. Progress in Planning, 52(2), 101–166. https://doi.org/10.1016/ S0305-9006(99)00004-5
Γενική Διεύθυνση Τουριστικής Πολιτικής (2023). Διαθέσιμο στο https://mintour.gov.gr/wp-content/uploads/2023/07/ΟΡΕΙΝΟΣ-ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ-ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ-ΚΑΙ-ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ.pdf [Προσβάσιμη στις 8 Μαΐου 2025]
Καρατσώλης et al. (2023). Διαθέσιμο στο https://nomosphysis.org.gr/22726/i-feroysa-ikanotita-mesa-apo-ti-nomologia-toy-symvoylioy-tis-epikrateias/#_ftn20 [Προσβάσιμη στις 8 Μαΐου 2025]