Βιομηχανικές εγκαταστάσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΒΑΠΕ) στη Λέσβο
Ως Κίνηση για Ελεύθερα Βουνά στη Λέσβο, θα θέλαμε να κάνουμε μερικές επισημάνσεις σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη εγκατάσταση βιομηχανικών εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΒΑΠΕ) στη Λέσβο, η οποία δεν αναφέρεται στο Τοπικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου, παρόλο που το 2022 η ενδιαφερόμενη εταιρεία πήρε νέες βεβαιώσεις παραγωγού για 153 ανεμογεννήτριες (σε ανανέωση των παλαιότερων αδειών, και λόγω της επικείμενης διασύνδεσης της Λέσβου με Λήμνο, Χίο και Σκύρο και κατ' επέκταση με το ηπειρωτικό δίκτυο). Επίσης, στο κεφάλαιο Α10 σελ. 14 αναφέρεται μόνο "έλεγχος των ορίων των εγκαταστάσεων ΑΠΕ και πάρκων κεραιών κινητής τηλεφωνίας", σαν να πρόκειται για μικρές εγκαταστάσεις, καθώς και στο κεφάλαιο Α10 σελ. 75 στο δεύτερο και τρίτο σενάριο λαμβάνεται υπόψη ο τοπικός πολεοδομικός σχεδιασμός, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά και στις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχουν αυτά τα έργα. Ακόμα, και στα τρία σενάρια, στην ίδια σελίδα, αναφέρεται "Εγκατάσταση των ΑΠΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του ΕΧΠ (Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο) των ΑΠΕ", το οποίο εξακολουθεί να είναι το πλήρως ξεπερασμένο ΕΧΠ του 2008.
Εδώ και πολλά χρόνια, στο ζήτημα της κλιματικής κρίσης, κυριαρχούν οι όροι «πράσινη» ενέργεια και «ενεργειακή μετάβαση», εννοώντας την ελαχιστοποίηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), μέσω αντικατάστασης της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα, από την παραγωγή ενέργειας από εγκαταστάσεις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ: ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά). Πριν εξετάσουμε την περίπτωση της Λέσβου, αξίζει να δούμε τα δεδομένα της «πράσινης» μετάβασης στην Ελλάδα συνολικά:
Ενώ η χωρητικότητα του Συστήματος και του Δικτύου με βάση το πλάνο του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) θα κυμαίνεται στα 28-30GW ισχύος το 2030, πλέον τα έργα ΑΠΕ που λειτουργούν, μαζί με όσα έχουν όρους σύνδεσης (δηλαδή θα κατασκευαστούν οπωσδήποτε), ξεπερνούν τα 32GW, τη στιγμή που η ετήσια ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια μετά βίας αγγίζει τα 9-10GW σε ακραίες συνθήκες (καύσωνα). Παράγουμε δηλαδή πολύ περισσότερη «πράσινη» ενέργεια απ’ όση χρειαζόμαστε, υπερκαλύπτοντας ήδη κατά πολύ τους ευρωπαϊκούς, αλλά και τους εθνικούς στόχους. Στην ουρά του ΑΔΜΗΕ περιμένουν άλλα 47GW ΑΠΕ, ενώ νέες αιτήσεις για έργα ΑΠΕ συνεχίζουν να εγκρίνονται σωρηδόν. Όταν κατασκευαστούν όλα τα έργα ΑΠΕ με όρους σύνδεσης, μαζί και με τα υπεράκτια αιολικά (που προορίζονται αποκλειστικά για εξαγωγή ρεύματος), θα φτάσουμε στα 70GW (!!!) ΑΠΕ, ξεπερνώντας τους στόχους ακόμη και του 2050, και 2,5 φορές τις ανάγκες του συστήματος και όσων προβλέπει το ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα), που μιλά για 24,5 GW από ΑΠΕ το 2030. Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα μόνιμο υπερπλεόνασμα, που κανένα σύστημα αποθήκευσης ενέργειας δεν μπορεί να διασώσει. Στην ουσία, τα αδιέξοδα των ΑΠΕ δεν οφείλονται ούτε στα ανεπαρκή δίκτυα, ούτε στην απουσία συστημάτων αποθήκευσης. Οφείλονται στην ολοένα μεγαλύτερη ανισορροπία μεταξύ μεγάλης προσφοράς «πράσινης» ενέργειας και περιορισμένης ζήτησης. Έτσι, θα έχουμε ακόμη περισσότερες περικοπές (περικόπηκαν 200GWh το Μάρτιο), και καθημερινό κίνδυνο μπλακάουτ. «Όταν κάτι δεν πωλείται, δεν πρέπει να παράγεται»: Ο βασικός αυτός κανόνας της οικονομίας, δεν ίσχυσε στην περίπτωση της ενέργειας, αφού οι στόχοι της «ενεργειακής μετάβασης», τής διασφάλισαν γενναίες επιδοτήσεις, πώληση σε εγγυημένη τιμή, και μηδενικό επενδυτικό ρίσκο. Η ευστάθεια του συστήματος, πέρα απ’ το ότι απαιτεί από τον ΑΔΜΗΕ διαχείριση ανά δεκαπεντάλεπτο σε περιόδους χαμηλής ζήτησης, εκτοξεύει το ενεργειακό κόστος για τους πολίτες, ενώ δημιουργεί υπερκέρδη για τις εταιρείες. Και βέβαια, για την εγκατάσταση όλων αυτών των έργων «ΑΠΕ», έχουν ήδη προκληθεί μη αναστρέψιμες καταστροφές σε πολύτιμα οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητά τους, που είναι απαραίτητη για την επιβίωση του πλανήτη και τη δική μας, αλλά και σε καλλιεργήσιμες και βοσκήσιμες εκτάσεις. Όλη η φύση της χώρας, που αποτελεί το μεγαλύτερό της κεφάλαιο, αλλά και το σημαντικότερό της όπλο για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, έχει παραδοθεί στα επιχειρηματικά συμφέροντα, που τη μετατρέπουν σε εργοτάξιο-εργοστάσιο παραγωγής υπερπλεονάσματος «πράσινης» ενέργειας, η οποία είτε περικόπτεται για την αποφυγή μπλακάουτ, είτε θα εξάγεται με το αζημίωτο για τις εταιρείες. Έχουμε δηλαδή τον παραλογισμό τού να καταστρέφεται το περιβάλλον στο όνομα της σωτηρίας του, ενώ πλήττονται οι τοπικές οικονομίες και η πρωτογενής παραγωγή, και η ύπαιθρος της χώρας καταδικάζεται σε οριστική ερήμωση, αφού υπονομεύεται κάθε προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης.
Μετατροπή της δυτικής Λέσβου σε απέραντο εργοστάσιο ενέργειας
Το 2012, η ΡΟΚΑΣ/Iberdrola, είχε λάβει άδεια για 153 ανεμογεννήτριες στη δυτική Λέσβο (επίσης 125 Α/Γ στη Λήμνο και 75 Α/Γ στη Χίο), συνολικής ισχύος 706MW. Το έργο «πάγωσε», λόγω του κόστους (900 εκατ. ευρώ τότε) της υποθαλάσσιας διασύνδεσης με το ηπειρωτικό δίκτυο, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του συγκεκριμένου έργου, διότι η ενέργεια που θα παράγει στη Λέσβο (τουλάχιστον 306MW) υπερκαλύπτει την τοπική ζήτηση (μέγιστη απαιτούμενη ισχύς μετά βίας 70MW), δεν «χωρά» στον διαθέσιμο ηλεκτρικό χώρο του νησιού και δεν μπορεί να απορροφηθεί τοπικά. Κύριος σκοπός τού έργου, λοιπόν, θα είναι η εξαγωγή ενέργειας στο ηπειρωτικό δίκτυο μέσω της διασύνδεσης, και από εκεί στο εξωτερικό (άλλωστε η εξαγωγή του υπερπλεονάσματος ρεύματος από ΑΠΕ στο εξωτερικό, αποτελεί θεμέλιο του επίσημου ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας). Η υποθαλάσσια διασύνδεση περιλαμβάνεται πλέον στον σχεδιασμό του ΑΔΜΗΕ, και το κόστος της θα καλυφθεί ως επί το πλείστον από δημόσιους πόρους. Έτσι, η εταιρεία πήρε νέες βεβαιώσεις παραγωγού το 2022, δείχνοντας την πρόθεσή της να προχωρήσει το έργο.
Τι περιλαμβάνει το έργο:
- 153 ανεμογεννήτριες ύψους 110,5μ. (Η εταιρεία, στη νέα μελέτη που θα υποβάλει, θα αναφέρει τη χρήση νέων μοντέλων ανεμογεννητριών, ψηλότερων και ισχυρότερων).
- Εκχέρσωση-κατάληψη χιλιάδων στρεμμάτων βοσκοτόπων και καλλιεργήσιμων εκτάσεων
- Διάνοιξη 97 χλμ. "τυφλών" δρόμων πλάτους >10μ.
- 100 χλμ. εκσκαφών για τοποθέτηση καλωδίων
- Πλατφόρμες σε παραλίες για εκφόρτωση
- Υποσταθμούς, συνοδά έργα και χώρους απόθεσης μπάζων, ηλεκτρολογικού υλικού, μηχανημάτων και οχημάτων
- Υποσταθμό ζεύξης, όπου θα καταλήγουν οι γραμμές της διασύνδεσης
- Εναέρια γραμμή μεταφοράς βαρέως τύπου μήκους 40χλμ. που θα κόβει στη μέση το κεντρικό δάσος του νησιού
- Υποσταθμό στην περιοχή μεταξύ Λάρσου και Λάμπου Μύλων
Ενδεικτικές ορατότητες και αποστάσεις ανεμογεννητριών από οικισμούς: Από Άντισσα θα φαίνονται 79 Α/Γ, με την πλησιέστερη στα 2,5χλμ., από Βατούσα 58 Α/Γ, από Σκάλα Ερεσού 89 Α/Γ, από Χίδηρα 88 Α/Γ, ενώ από τη Μονή Υψηλού θα βλέπουμε και τις 153 Α/Γ.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου βρίσκεται σε περιοχές Natura, σε ζώνες ειδικής προστασίας και μεταναστευτικές διαδρομές πτηνών, και στην περιοχή του Απολιθωμένου Δάσους (Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης, και ενταγμένο -όπως και ολόκληρη η Λέσβος- από την UNESCO στο παγκόσμιο δίκτυο γεωπάρκων).
Πρόκειται για ένα φαραωνικό έργο, δυσανάλογο με το μέγεθος και τις ενεργειακές ανάγκες του νησιού. Άλλωστε, το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που θα παράγεται (όταν θα παράγεται), θα μεταφέρεται εκτός Λέσβου μέσω των υποθαλάσσιων καλωδίων. Και φυσικά, ο υφιστάμενος σταθμός ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στη Μυτιλήνη δεν θα κλείσει. Ήδη ανακοινώθηκε από τη ΔΕΗ η αντικατάσταση των υφιστάμενων μονάδων βαρέως πετρελαίου από μονάδες ντίζελ. Το εργοστάσιό της θα παραμείνει λειτουργικό, αφενός για λόγους ενεργειακής ασφάλειας -ανεξάρτητα από τη διασύνδεση με το ηπειρωτικό δίκτυο- αλλά και διότι η λειτουργία των ανεμογεννητριών, προϋποθέτει την ταυτόχρονη ύπαρξη των κατάλληλων θερμικών μονάδων βάσης για να παρέχουν το απαραίτητο ρεύμα όταν οι ανεμογεννήτριες δεν λειτουργούν ή υπολειτουργούν, αλλά και για να εξισορροπούν το ρεύμα που παράγεται από τον άνεμο, το οποίο είναι ασταθές, λόγω της στοχαστικότητας (τυχαιότητας/μεταβλητότητας) της αιολικής ενέργειας αυτής καθαυτής.
Ουσιαστικά, η δυτική Λέσβος θα αλλάξει φυσιογνωμία και θα μετατραπεί σε βιομηχανική ζώνη, με συνεπακόλουθες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και την τοπική οικονομία (κτηνοτροφία, γεωργία, μελισσοκομία, τουρισμό κ.ά.). Αναμενόμενες θα πρέπει να είναι και οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις γης, όπως συνέβη π.χ. στο Διδυμότειχο και την Ορεστιάδα, όπου αγρότες έλαβαν εξώδικα από εταιρεία αιολικών, η οποία τούς ζητά να αποδεχθούν την ενοικίαση ή πώληση των χωραφιών τους για πάνω από 20 χρόνια, διαφορετικά θα προχωρήσει σε αναγκαστική απαλλοτρίωσή τους.
Τα μεγάλα αιολικά, όπως το σχεδιαζόμενο, αλλάζουν το μικροκλίμα της περιοχής και μειώνουν τις τοπικές βροχοπτώσεις και την εδαφική υγρασία, άρα και τα υδάτινα αποθέματα, επιταχύνοντας την ερημοποίηση της δυτικής Λέσβου. Επίσης, οι παρεμβάσεις στη γεωμορφολογία θα ευνοήσουν φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους, κατολισθήσεων και πλημμυρών στις πεδινές περιοχές σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων.
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις θα είναι μόνιμες, δεδομένου ότι δεν πρόκειται να γίνει καμία αποκατάσταση του τοπίου μετά το πέρας του χρόνου ζωής των Α/Γ (20-25 χρόνια). Ανακυκλώνονται μόνο τα μεταλλικά τους μέρη, ενώ τα πτερύγιά τους συχνά θάβονται, επιμολύνοντας τον υδροφόρο ορίζοντα. Οι τσιμεντένιες βάσεις και τα σίδερα που περιέχουν θα παραμείνουν. Το ίδιο και οι δρόμοι (οι οποίοι εξυπηρετούν μόνο τους αιολικούς σταθμούς, και όχι π.χ. τους κτηνοτρόφους). Όταν οι Α/Γ παύουν να συντηρούνται, η ρύπανση γίνεται ανεξέλεγκτη: Ορυκτέλαια διαρρέουν, τα πτερύγια διαλύονται, μικροπλαστικά καταλήγουν στο έδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα και ο αιολικός σταθμός γίνεται μια μόνιμη πηγή κινδύνου ατυχημάτων.
Σημαντικό θα είναι και το πλήγμα στη βιοποικιλότητα, λόγω των πολύ μεγάλων εκτάσεων γης που θα καταληφθούν. Η βιοποικιλότητα περιλαμβάνει τον αριθμό των ειδών και την αλληλεπίδρασή τους μέσα στα οικοσυστήματα. Μας παρέχει καθαρό αέρα, φρέσκο νερό, έδαφος καλής ποιότητας και επιτρέπει την επικονίαση των καλλιεργειών. Είναι βασική προϋπόθεση για την ίδια μας την επιβίωση, και για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η επιστημονική κοινότητα, ως σημαντικότερη απειλή για τη βιοποικιλότητα, θεωρεί την αλλαγή χρήσης γης, και τέτοια επέρχεται από την εγκατάσταση αιολικών βιομηχανικής κλίμακας. Επιφέρει καταστροφή και κατακερματισμό των χώρων τροφής, αναπαραγωγής και φωλεασμού της άγριας πανίδας. Προκύπτει ακόμα φραγή των μεταναστευτικών οδών της ορνιθοπανίδας, και θανάτωση αρπακτικών που προσκρούουν στα πτερύγια των ανεμογεννητριών (τα συστήματα απώθησης -όταν εγκαθίστανται- έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά). Σημειωτέον ότι η ορνιθοπανίδα της Λέσβου αριθμεί 314 είδη πουλιών, πολλά εκ των οποίων είναι σπάνια και απειλούμενα. Καθόλου αμελητέα δεν είναι και η φωτορύπανση που οι Α/Γ προκαλούν το βράδυ, με σημαντικές επιπτώσεις στην άγρια νυκτόβια πανίδα.
Επέρχεται βάναυση και ανεπίστρεπτη αλλοίωση και προσβολή του τοπίου και της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής. Στην αλλοίωση θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η άναρχη απόθεση μπάζων, σκουπιδιών, αποβλήτων και καλωδίων.
Επιπτώσεις θα υπάρξουν και στον τουρισμό, και ιδιαίτερα σε εκείνες τις μορφές τουρισμού που συνιστούν βιώσιμη ανάπτυξη για το νησί: οικοτουρισμός, περιηγητικός-πεζοπορικός τουρισμός, γεωτουρισμός (Απολιθωμένο Δάσος), ελαιοτουρισμός, ορνιθολογικός τουρισμός (η Λέσβος έχει ανακηρυχθεί το τρίτο καλύτερο μέρος στον κόσμο για παρατήρηση πουλιών). Και αυτό διότι θα εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους ο κόσμος που ασχολείται με τις παραπάνω δραστηριότητες επισκέπτεται κατ’ επανάληψη το νησί. Οι συγκεκριμένες μορφές τουρισμού μάλιστα, έχουν το πλεονέκτημα ότι εκτείνονται σε όλο το έτος.
Θα υπάρχει επίσης σημαντική ακουστική όχληση. Με βάση τα σημεία χωροθέτησης, υπάρχουν αρκετές κατοικημένες περιοχές που θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα με το θόρυβο. Ιατρικές μελέτες έχουν ήδη αποδείξει ότι οι ήχοι που δημιουργούνται από τη κίνηση των πτερυγίων των ανεμογεννητριών είναι επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία.
Όταν η ένταση των ανέμων είναι πολύ μεγάλη, οι ανεμογεννήτριες απενεργοποιούνται αυτόματα για να αποφευχθούν βλάβες, κάτι που δεν επιτυγχάνεται πάντα, με αποτέλεσμα την πρόκληση πυρκαγιών, αλλά και την εκτόξευση τμημάτων των πτερυγίων, με κίνδυνο πρόκλησης ατυχημάτων σε μεγάλη απόσταση. Αποδεδειγμένη είναι και η προσέλκυση και πρόκληση κεραυνών από τις ανεμογεννήτριες.
Μια άλλη επίπτωση θα είναι και η μείωση της αξίας της γης και των ακινήτων στη δυτική Λέσβο.
Πρέπει τέλος να σημειωθεί, ότι και στο επίσημο Στρατηγικό Πρόγραμμα του 2021 του Δήμου Δυτικής Λέσβου, αναφέρεται ως μια από τις απειλές για τους φυσικούς πόρους του νησιού: "Η σχεδιαζόμενη εγκατάσταση 153 ανεμογεννητριών 306 MW στις ΔΕ Ερεσού – Αντίσσης και Καλλονής".
Όσο για τις θέσεις εργασίας, θα είναι λίγες, πρόσκαιρες, και χωρίς να εξασφαλίζεται ότι θα προτιμηθούν κάτοικοι του νησιού. Εξάλλου, υπάρχουν στάδια υλοποίησης κατά τα οποία απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό. Ταυτόχρονα, θα χαθούν θέσεις εργασίας, λόγω της υποβάθμισης της περιοχής (στον τουρισμό, την κτηνοτροφία, τη γεωργία, τη μελισσοκομία, την αγορά ακινήτων). Η υποτιθέμενη τόνωση του κατασκευαστικού κλάδου θα διαρκέσει το πολύ 3 χρόνια, μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο. Μετά, ελάχιστες θα είναι οι μόνιμες θέσεις, και μάλιστα περιστασιακής απασχόλησης, μια και οι ανεμογεννήτριες παρακολουθούνται και ελέγχονται εξ αποστάσεως. Πλην της φύλαξης, οι αιολικοί σταθμοί προσφέρουν εργατοώρες μόνο προσωρινά.
Ο λόγος που έχουν θεσμοθετηθεί και -υποτίθεται ότι- δίνονται αντισταθμιστικά οφέλη, είναι ακριβώς ότι οι αιολικοί σταθμοί, ως βιομηχανική δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας, έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και την τοπική οικονομία.
Ακόμα και αυτά όμως, είναι αμελητέα σε σχέση με τη μη αναστρέψιμη ολοκληρωτική αλλοίωση του τόπου, και τις απώλειες εσόδων λόγω των αρνητικών συνεπειών που θα υπάρξουν στις τοπικές οικονομικές δραστηριότητες. Σε πολλές δε περιπτώσεις, δεν πιστώνονται αυτόματα ή «χάνονται» στην πορεία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται προσφυγή στα δικαστήρια. Με αναγωγή μάλιστα σε κατά κεφαλήν έσοδα, στην πραγματικότητα αντιστοιχούν σε λίγα ευρώ το χρόνο ανά κάτοικο. Όσο για τους λογαριασμούς ρεύματος, η επιστροφή του όποιου (μικρού έτσι κι αλλιώς) ποσού, θα εξανεμίζεται από την εισφορά που θα καλούνται να πληρώνουν οι κάτοικοι για την υποθαλάσσια ζεύξη.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ένα αιολικό εργοστάσιο με 153 ανεμογεννήτριες που θα ισοπεδώσει το μισό νησί, δεν έχει τίποτα να προσφέρει, εκτός από κέρδη στην εταιρεία.
Η διασύνδεση με το ηπειρωτικό δίκτυο
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, η διασύνδεση της Λέσβου με τη Λήμνο εκτιμάται να ολοκληρωθεί το 2027, με τη Χίο το 2028 και με τη Σκύρο το 2029. Από αυτά τα νησιά, η διασύνδεση θα επεκταθεί προς το ηπειρωτικό δίκτυο, το οποίο με τη σειρά του, μέσω διασυνδέσεων, θα εξάγει ρεύμα στην κεντρική Ευρώπη, την Κύπρο και το Ισραήλ.
Παραπάνω, παρουσιάστηκε ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο αναπτύσσονται οι ΑΠΕ στον ελλαδικό χώρο, με αποτέλεσμα να παράγουμε πολλαπλάσια «πράσινη» ενέργεια απ’ όση χρειαζόμαστε. Δυστυχώς, μέσα στο ίδιο προβληματικό πλαίσιο εντάσσονται και οι υποθαλάσσιες διασυνδέσεις, όπως προκύπτει από τις επίσημες τοποθετήσεις των αρμόδιων φορέων. Αυτό σημαίνει ότι, αντί να αξιοποιηθούν για να υποστηριχθούν ενεργειακά τα νησιά, θα χρησιμοποιηθούν ως όχημα για να ανοίξει ηλεκτρικός χώρος για βιομηχανικές ΑΠΕ σε αυτά, και να μετατραπούν σε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας προς εξαγωγή, σε «μπαταρίες». Άλλωστε, είναι ειλημμένη απόφαση και κατ’ επανάληψη εκφρασμένη από τους πλέον επίσημους φορείς (υπουργούς και υφυπουργούς ενέργειας, ΑΔΜΗΕ), αλλά και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό (βλ. δηλώσεις 15/6/19, 5/6/20), ότι είναι κεντρική πολιτική επιλογή η Ελλάδα να μετατραπεί σε «μπαταρία της Ευρώπης». Στο ίδιο πλαίσιο, έχει αποφασιστεί η εγκατάσταση αιολικών που θα έχουν ως αποκλειστικό στόχο την παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου (καύσιμου), το οποίο επίσης θα εξάγεται στην κεντρική Ευρώπη.
Από 16-19/9/24, με συνδιοργάνωση του Δήμου Μυτιλήνης και του Δήμου Δυτικής Λέσβου, πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις με θέμα την "καθαρή και δίκαιη ενεργειακή μετάβαση στη Λέσβο". Συμμετείχαν εκπρόσωποι της ΔΕΗ Ανανεώσιμες, του Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ, μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, καθώς και εκπρόσωπος της Motor Oil (με αφορμή το ενδιαφέρον της εταιρείας για την κατασκευή υβριδικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στην Ερεσό).
Κορωνίδα του συνόλου των τοποθετήσεων αποτέλεσε η σχεδιαζόμενη διασύνδεση του νησιού με τα γειτονικά νησιά, την ηπειρωτική Ελλάδα και στη συνέχεια με το εξωτερικό, την ίδια στιγμή που αναλύθηκε διεξοδικά το μέλλον της Λέσβου ως μέρος της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για "30 ενεργειακά αυτόνομα νησιά μέχρι το 2030". Προφανώς, ενεργειακή αυτονομία, και ταυτόχρονα διασύνδεση με το ηπειρωτικό δίκτυο, είναι κάτι που ήδη συνιστά αντίφαση.
Από τις παρουσιάσεις και τη συζήτηση που ακολούθησε, προέκυψε ξεκάθαρα και επιβεβαιώθηκε ξανά με κάθε επισημότητα, πως πρωτεύων στόχος, τόσο της διασύνδεσης, όσο και του σχεδιαζόμενου έργου των 306MW της ΡΟΚΑΣ/Iberdrola με τις 153Α/Γ και του έργου αντλησιοταμίευσης των 15MW της Motor Oil, είναι η εξαγωγή ενέργειας εκτός Λέσβου.
Λέει χαρακτηριστικά ο ΑΔΜΗΕ:
"Με τις συνδέσεις αυτές αξιοποιείται το υψηλό δυναμικό των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) των μη διασυνδεδεμένων νήσων. Παράλληλα με την κατάργηση της «ηλεκτρικής απομόνωσης» του νησιωτικού χώρου του Αιγαίου, αυξάνεται το μέγεθος της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας."
Με άλλα λόγια:
1. Η σχεδιαζόμενη διασύνδεση και η εγκατάσταση βιομηχανικών ΑΠΕ στα νησιά είναι αλληλεξαρτώμενες, και η μία είναι προϋπόθεση της άλλης, γιατί έτσι "αξιοποιείται το υψηλό δυναμικό των ΑΠΕ των μη διασυνδεδεμένων νήσων", όπως αναφέρεται. Δεν έχει νόημα ούτε διασύνδεση χωρίς βιομηχανικές ΑΠΕ, ούτε το αντίστροφο.
2. Το ότι με τη διασύνδεση, σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, "αυξάνεται το μέγεθος της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας", δείχνει ότι η βασική στόχευση της διασύνδεσης είναι η εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (που θα παράγεται από βιομηχανικές ΑΠΕ) από τα νησιά στο ηπειρωτικό δίκτυο και από εκεί στο εξωτερικό.
Επιβεβαιώθηκε επίσης, πως ακόμα και μετά τη διασύνδεση, ο υφιστάμενος θερμικός σταθμός της ΔΕΗ θα συνεχίσει να λειτουργεί, τόσο για την υποστήριξη των στοχαστικών βιομηχανικών ΑΠΕ που σχεδιάζεται να εγκατασταθούν στο νησί, όσο και για λόγους ενεργειακής ασφάλειας.
Την αντίθεσή τους στην εγκατάσταση βιομηχανικών αιολικών σταθμών και στο υβριδικό έργο της Ερεσού, εξέφρασαν 6 εργαστήρια του πανεπιστημίου Αιγαίου και εκπρόσωποι του Δήμου δυτικής Λέσβου, εστιάζοντας στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη κερδοσκοπικών έργων που σχετίζονται με την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και του νερού. Προβληματισμούς για τη χωροθέτηση και την έκταση των έργων έθεσε επίσης ο εκπρόσωπος του ΤΕΕ Β.Α. Αιγαίου, ενώ από μεριάς μας συμπληρώσαμε πως το καθεστώς αδειοδοτήσεων εγκατάστασης αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών, δεν μπορεί να είναι άνευ ορίων και βάσει των ορέξεων των εταιρειών ενέργειας, αλλά βάσει των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών συμφερόντων της τοπικής κοινωνίας, που οφείλει να έχει τον κύριο λόγο για τις παραγωγικές δραστηριότητες και την προστασία του τόπου της.
Καλό είναι επίσης, να διδασκόμαστε από ό,τι έχει ήδη συμβεί σε άλλες περιοχές της χώρας, ώστε να μην έχουμε καμία αμφιβολία για το τι θα φέρει η διασύνδεση, εφόσον υλοποιείται μέσα στο προβληματικό πλαίσιο που αναφέρθηκε στην αρχή. Πιο συγκεκριμένα, στην Κρήτη, η διασύνδεση με το ηπειρωτικό δίκτυο έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, και έχει πλέον ανοίξει ο δρόμος για την απ’ άκρη σ’ άκρη ισοπέδωσή της από βιομηχανικές εγκαταστάσεις ΑΠΕ και πυλώνες υψηλής τάσης. Οι εγκαταστάσεις αυτές, έχουν στην πλειοψηφία τους ήδη αδειοδοτηθεί και θα υλοποιηθούν.
Εν κατακλείδι - αντιπροτάσεις
Όσο λανθασμένη είναι η δαιμονοποίηση τόσο των ΑΠΕ, όσο και των διασυνδέσεων, άλλο τόσο λανθασμένη είναι και η εξιδανίκευσή τους. Σκοπός του παρόντος και του προηγούμενου κειμένου, ήταν να παρουσιαστούν τα επίσημα δεδομένα, και μέσω αυτών να καταδειχθεί το πώς οι ΑΠΕ, αντί να αξιοποιηθούν κατά τρόπο ώστε να υπάρξει άμεσο όφελος για το περιβάλλον και τους πολίτες, χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα αποκόμισης υπερκερδών από τις εταιρείες, οι οποίες εργαλειοποίησαν σε μέγιστο βαθμό την κλιματική κρίση, την οποία είδαν απλά ως μια εξαιρετική ευκαιρία για επενδύσεις μηδενικού ρίσκου. Η κλιματική κρίση επιλέχθηκε για εργαλειοποίηση, διότι η παρουσιαζόμενη αντιμετώπισή της μέσω τής χωρίς όριο εγκατάστασης βιομηχανικών ΑΠΕ ήταν και είναι εξαιρετικά κερδοφόρα. Αντίθετα, άλλα μέτρα, όπως η εξοικονόμηση και η μείωση κατανάλωσης ενέργειας, η μείωση της κατασπατάλησης φυσικών πόρων, η άμεση διακοπή της αποψίλωσης των δασών, η προστασία των οικοσυστημάτων κ.ά., που θα παρείχαν άμεσο περιβαλλοντικό και κοινωνικό όφελος, δεν προσφέρονται για κερδοφορία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ενώ υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να αντιταχθεί κανείς στην εκτεταμένη χρήση ορυκτών καυσίμων, επιλέγεται ως μοναδικό επιχείρημα η συμμετοχή που έχουν στην παραγωγή CO2. Έτσι, και με τη διαχρονική και πολύμορφη υποστήριξη του κράτους σε όλες του τις εκφάνσεις, οι εταιρείες ουσιαστικά επέβαλαν και συνεχίζουν να επιβάλλουν την αλόγιστη, υπερπλεονάζουσα και άναρχη εγκατάσταση βιομηχανικών ΑΠΕ σε κορυφογραμμές, δάση, αναδασωτέες περιοχές, προστατευόμενα οικοσυστήματα, μνημεία της φύσης, νησιά, περιοχές υψηλής αισθητικής, ιστορικής, αρχαιολογικής και πολιτιστικής αξίας, αλλά και σε γόνιμες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις, υποθηκεύοντας το μέλλον του τόπου, τις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες, και κάθε προοπτική βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η χωροθέτηση των ΑΠΕ εξακολουθεί να γίνεται βάσει του αντιεπιστημονικού και προ πολλού ξεπερασμένου ειδικού χωροταξικού σχεδίου για τις ΑΠΕ του 2008. Λαμβάνοντας δε υπόψη και ότι όσο περισσότερες ΑΠΕ εγκαθίστανται, τόσο περισσότερες μονάδες ορυκτών καυσίμων χρειάζονται για την υποστήριξη της λειτουργίας τους, όχι απλά δεν επιτυγχάνεται ο επιθυμητός στόχος της μείωσης των εκπομπών CO2, αλλά αντίθετα η κατάσταση επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο, με τις εκπομπές των ρύπων να σημειώνουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Απλά, αυτό που έγινε, ειδικά στην Ελλάδα μετά την ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας και για να εξυπηρετηθούν τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, ήταν η αντικατάσταση των λιγνιτικών εργοστασίων από εργοστάσια παραγωγής ρεύματος με καύση του εισαγόμενου, κατά πολύ ακριβότερου και επίσης ρυπογόνου φυσικού αερίου. Στο περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα των ΑΠΕ, θα πρέπει επίσης να προστεθούν και όσα επιφέρουν οι εξορύξεις που απαιτούνται για την εξαγωγή των ορυκτών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους: η μόλυνση των υδάτινων αποθεμάτων, οι περιβαλλοντικές καταστροφές, οι με τη βία εκτοπίσεις των αυτόχθονων πληθυσμών στις περιοχές των εξορύξεων (απλά είναι μακριά, σε Ασία και Αφρική, οπότε δεν μας πολυνοιάζει), η ενέργεια που καταναλώνεται και οι ρύποι που εκλύονται για αυτές τις εξορύξεις, και στη συνέχεια για την κατασκευή, μεταφορά και εγκατάσταση των ανεμογεννητριών. Αθροιστικά, είναι δεκάδες οι τόνοι διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπονται για να φτάσει στο σημείο μια ανεμογεννήτρια να λειτουργήσει και να παραγάγει «καθαρό» ρεύμα. Αλλά δεν πειράζει, αρκεί που νομίζουμε πως συμβάλλουμε στη σωτηρία του πλανήτη όταν φορτίζουμε το καινούριο μας ηλεκτρικό αυτοκίνητο με «πράσινη» ενέργεια.
Παρόμοια είναι και η ρίζα του προβλήματος που προκύπτει με τις διασυνδέσεις με το ηπειρωτικό δίκτυο. Ως ιδέα, θα μπορούσε και θα όφειλε να έχει θετικό πρόσημο. Εφόσον όμως θα εργαλειοποιηθεί για τη μετατροπή της Λέσβου σε εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας προς εξαγωγή, οδηγώντας έτσι σε μόνιμη υποβάθμισή της, προκύπτει σοβαρό ζήτημα.
Θα πρέπει γενικά να είναι ξεκάθαρο ότι, μέχρι τώρα, δεν έχει βρεθεί απόλυτα «καθαρός» τρόπος παραγωγής ενέργειας. Κάθε τρόπος έχει τα δικά του πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να εστιάζουμε μόνο σε έναν, αλλά να αξιοποιούμε μίγμα αυτών, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, επιδιώκοντας να παίρνουμε στο μέγιστο τα οφέλη του καθενός και να ελαχιστοποιούμε τα προβλήματα που αναπόφευκτα δημιουργεί.
Ειδικά στην περίπτωση της Λέσβου, υπάρχουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας που παραμένουν αναξιοποίητες, όπως η γεωθερμία και η βιομάζα, οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο μέγιστο, πάντα με αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους. Πρόσφατα άλλωστε, η Λέσβος εντάχθηκε σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο 30 νησιά στην Ευρώπη θα καταστούν ενεργειακά αυτόνομα μέχρι το 2030. Η Λέσβος θα λάβει τεχνική υποστήριξη για τα εξής έργα:
- Ανάπτυξη γεωθερμικής μονάδας παραγωγής ενέργειας 8 MW στην Στύψη
- Ανάπτυξη μονάδας αποθήκευσης ενέργειας στη δυτική Λέσβο
- Σχεδιασμός και ανάπτυξη μονάδας βιοαερίου 10 MW
Τα έργα ΑΠΕ θα πρέπει να είναι μικρής κλίμακας και να διέπονται από τη φιλοσοφία της παροχής της μέγιστης δυνατής ενεργειακής αυτονομίας τοπικά, χωρίς πανάκριβες και περιβαλλοντικά επιζήμιες επεκτάσεις ηλεκτρικών και οδικών δικτύων.
Για τη χωροθέτηση των αιολικών, είναι πολύ βασικό να επιλέγονται περιοχές στις οποίες έχει ήδη επέλθει μη αναστρέψιμη αλλαγή χρήσης γης (π.χ. βιομηχανικές ζώνες, περιαστικές ζώνες, κατά μήκος εθνικών οδών, σε περιοχές όπου ολοκληρώθηκαν εξορυκτικές δραστηριότητες), και οι οποίες είναι ήδη μέσα ή πολύ κοντά σε οδικό και ηλεκτρικό δίκτυο. Ο λόγος όμως που οι εταιρείες επιλέγουν βουνοκορφές, δασικές εκτάσεις, καταφύγια άγριας ζωής κλπ., έχει να κάνει με το ότι οι εκτάσεις αυτές στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι δημόσιες και τους παραχωρούνται δωρεάν.
Επιπλέον μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν στην ενεργειακή αυτονομία της Λέσβου, την εξοικονόμηση ενέργειας και τη μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων στο νησί:
‐ Τοποθέτηση φωτοβολταϊκών σε στέγες δημόσιων και βιομηχανικών κτιρίων, στις ταράτσες κατοικιών στις αστικές περιοχές, πάνω από αρδευτικά κανάλια, και σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων.
‐ Επιδότηση νοικοκυριών για ενεργειακή αναβάθμιση (θερμομόνωση, αντικατάσταση κουφωμάτων).
‐ Τηλεθέρμανση (π.χ. στον Πολιχνίτο, με αξιοποίηση των θερμών πηγών).
‐ Επιδότηση για αντικατάσταση κάθε ηλεκτρικού θερμοσίφωνα με ηλιακό.
‐ Βιοκλιματικός σχεδιασμός των νέων κατοικιών.
‐ Αξιοποίηση τεχνογνωσίας από παραδοσιακούς τρόπους δόμησης, για την επίτευξη φυσικής μόνωσης.
‐ Εγκατάσταση αντλιών θερμότητας για ψύξη και θέρμανση.
‐ Εγκατάσταση οικιακών ηλιοθερμικών συστημάτων (ζεσταίνουν το νερό χρήσης και το νερό θέρμανσης χώρου).
‐ Πρόγραμμα απόσυρσης συσκευών χαμηλής ενεργειακής απόδοσης.
‐ Χρήση λευκής βαφής για το εξωτερικό κτιρίων σε αστικές περιοχές.
‐ Αύξηση του αστικού πράσινου.
‐ Κυκλική και ανταλλακτική οικονομία.
‐ Εφόσον αναπόφευκτα το εργοστάσιο της ΔΕΗ θα συνεχίσει να λειτουργεί, εξοπλισμός του με σύγχρονες αντιρρυπαντικές τεχνολογίες και συστήματα δέσμευσης άνθρακα.
Για την ουσιαστική αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης (μέρος της οποίας είναι και η κλιματική), απαιτούνται ρηξικέλευθες αλλαγές, τόσο στο υπάρχον στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο έφτασε τον πλανήτη στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, όσο και σχεδόν σε όλες μας τις συνήθειες. Η μετάβαση στις ΑΠΕ εκτελείται με το ίδιο μοντέλο που προκάλεσε την κλιματική κρίση, το οποίο συνδέει την αέναη οικονομική ανάπτυξη και την παραγωγή αγαθών με την πρόοδο. Χρειάζονται δραστικές αλλαγές στον τρόπο που οι δυτικές κοινωνίες παράγουν, ζουν και καταναλώνουν, προκειμένου να καλύψουν ανάγκες εν πολλοίς πλασματικές και δημιουργημένες από το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, με συνέπεια η ζήτηση και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ολοένα να αυξάνονται. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να πορευόμαστε όπως μέχρι σήμερα, και απλά η ενέργεια που θα (υπερ)καταναλώνουμε να παράγεται «πράσινα». Είναι αντίφαση να περιμένουμε από τη βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής, να λύσει προβλήματα που η ίδια δημιούργησε. Ενεργειακή μετάβαση από μόνη της, χωρίς ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς μείωση κατανάλωσης ενέργειας και χωρίς εξοικονόμηση ενέργειας ούτε γίνεται, ούτε έχει αποτέλεσμα, ούτε έχει νόημα. Αντίθετα, και δεν επιλύει το πρόβλημα, και επιδεινώνει τα υπόλοιπα, και δημιουργεί καινούρια προβλήματα.
Η βιομηχανία της ενέργειας και τα λόμπι που δουλεύουν για λογαριασμό της, προσπαθούν να θολώσουν την εικόνα, μέσω τριών βασικών εργαλείων:
‐ Την υποβάθμιση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων των έργων ΑΠΕ.
‐ Τον περιορισμό της δημόσιας κριτικής σε αυστηρά επιλεγμένα πεδία, στα οποία εκτιμούν ότι έχουν επικοινωνιακή υπεροχή, παράλληλα με την προσπάθεια να παρουσιαστεί ο αντίλογος ως συνωμοσιολογία.
‐ Την εργαλειοποίηση της κλιματικής κρίσης, ως βασικής νομιμοποιητικής πρόφασης, καθώς η αντιμετώπισή της παρουσιάζεται σαν ένας πλανητικός υπέρτατος στόχος, μπροστά στον οποίο όλες οι άλλες περιβαλλοντικές και κοινωνικές αντιστάσεις και διεκδικήσεις οφείλουν να υποτάσσονται.
Η Κίνηση για Ελεύθερα Βουνά στη Λέσβο δημιουργήθηκε το 2024, με σκοπό να αποτελέσει έναν χώρο συνάντησης για όσους και όσες δεν αντιλαμβάνονται το πώς η ανάπτυξη στην περιοχή θα έρθει μέσα από τεράστια έργα που υποθηκεύουν το παρόν και το μέλλον μας. Να συναντηθούμε, να συζητήσουμε και να οργανώσουμε τις αντιστάσεις μας. Και όταν η εταιρεία θα αρχίσει να ζητά να της παραχωρήσουμε γη, τότε θα είναι η ώρα να πει ο καθένας τα δικά του «όχι». Διότι αν φτάσουμε στο σημείο να δούμε να ξεφορτώνονται ανεμογεννήτριες στο Σίγρι, θα είναι πλέον αργά.