Ίσως ο συνδυασμός και ο εμπλουτισμός των δύο σεναρίων θα μπορούσε να είναι μια βέλτιστη λύση. Συγκεκριμένα, προτείνεται το Σενάριο 2 να διατηρήσει τους αναφερόμενους πόλους και να προστεθούν ως πόλοι 7ου επιπέδου και ο Άγιος Νικόλαος, τα Κονάκια, ο Καρβελάς, το Φλομοχώρι, η Μίνα, η Κοίτα, η Λάγια, και η Κοκκάλα.
Το δεύτερο σενάριο είναι αρκετά πιο ρεαλιστικό να πετύχει τους στόχους μιας βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης αλλά λειτουργεί αρκετά συγκεντρωτικά εις βάρος όμως του μεγάλου συνόλου των «καταγεγραμμένων» οικισμών, και καθώς οι προτεινόμενοι πόλοι- οικιστικές ενότητες δεν έχουν «ισόνομη» χωρική κατανομή στο σύνολο του δήμου ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλη γεωγραφική επιφάνεια, το σενάριο αυτό δεν φαίνεται να μπορεί να εξασφαλίσει τη μελλοντική βιωσιμότητα των υπολοίπων οικισμών, ιδίως όσων είναι οδικά πιο απομακρυσμένων.
Ως προς τους άξονες επιρροής εξάρτησης, θεωρείται ως απαραίτητο να τονιστεί η σημασία του άξονα «Αρεόπολη- Οίτυλο – Καλαμάτα» και στην αναγκαιότητα ανάπτυξης του καθώς τόσο ο όμορος δήμος Δυτικής Μάνης παρουσιάζει αρκετά κοινά ιστορικά- πολεοδομικά χαρακτηριστικα με τον δήμο Ανατολικής Μάνης αλλά και οι επιρροές από την Καλαμάτα που αποτελεί ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο που διαθέτει και αεροδρόμιο, θα προσέδιδε ιδιαίτερη ώθηση στον Δήμο Ανατολικής Μάνης με αρκετές εισροές επισκεπτών.
Γενικά, ο Δήμος Ανατολικής Μάνης περιέχει οικισμούς με έντονες αποκλίσεις ως προς τα χαρακτηριστικά τους (ως προς τον βαθμό προστασίας, τη δυναμικότητα , το βαθμό διασποράς, το μέγεθος, τη θέση (παραλιακοί- ορεινοί), τον ρυθμό ανάπτυξης τους, κ.α.). Ως προς τον αριθμό τους είναι καταγεγραμμένοι από την ΕΛΣΤΑΤ 192 οικισμοί (απογραφή 2011), από τους οποίους μόνο οι δύο διαθέτουν εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, και πέραν αυτών μόνο σε άλλους είκοσι πέντε οικισμούς έχουν καθοριστεί τα όρια τους. Σε συνδυασμό με το υπόλοιπο πολύπλοκο νομοθετικό πλαίσιο (NATURA, ΣΧΟΟΑΠ, αρχαιολογικές ζώνες, δασικοί χάρτες, κ.α.) συνθέτουν ένα δύσκολο πολεοδομικό πλαίσιο που καλό θα είναι πλέον να αποσαφινιστεί με το παρόν τοπικό πολεοδομικό σχέδιο τουλάχιστον στα ζητήματα που δεν ορίζεται με σαφήνεια ποιο νομοθετικό πλαίσιο κατισχύει των υπολοίπων και ο εκάστοτε μηχανικός ή και υπηρεσία καλείται να αποφασίζει κατά την κρίση τους (Ενδεικτικά είναι το παράδειγμα Π2 του ΣΧΟΟΑΠ που βρίσκεται παράλληλα εντός αρχαιολογικής ζώνης).
Κρίνεται επίσης απαραίτητο να γίνει οριοθέτηση στο σύνολο των οικισμών και όχι σε ορισμένους από αυτούς.
Ειδικότερα στους όρους δόμησης θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το ιδιαίτερο νομικό ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μάνης, όπου εκλείπουν συνήθως οι παλιοί τίτλοι κτήσης και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται στις περισσότερες των περιπτώσεων η κατά παρέκκλιση αρτιότητα αλλά η κατά κανόνα. Σύμφωνα όμως με τις ισχύοντες κείμενες διατάξεις η κατά κανόνα αρτιότητα στους περισσότερους οικισμούς του δήμου είναι 2 στρ., μέγεθος αρκετά μεγάλο για τις συνήθεις διαστάσεις μιας ιδιοκτησίας εντός οικισμού.
Τέλος, ίσως θα μπορούσε να καθοριστούν ως «ειδικές πολεοδομικές ενότητες» εγκαταλελειμμένα οικιστικά σύνολα που όμως φέρουν σημαντικό πλήθος οικιστικού αποθέματος (π.χ. Μαντοφόροι, Σουλιά κ.α.) και αρχιτεκτονικής αξίας τα οποία βρίσκονται πλησίον των υφιστάμενων οικισμών και πολλά από αυτά έχουν εσφαλμένα χαρακτηριστεί στο σύνολο τους ως δασικές εκτάσεις.