Ονομάζομαι Κωστής Μ. Κωβαίος και είμαι διδάκτωρ φιλοσοφίας. Υπό την ιδιότητα του αρχιτέκτονος μηχανικού, υπηρέτησα στην Υπηρεσία Δημοσίων Έργων του Πολεμικού Ναυτικού επί 35 χρόνια. Γεννήθηκα στη Σύρο, αλλά αγάπησα την Αμοργό ως πατρίδα μου, γενέτειρα του παππού και του πατέρα μου.
Ανησυχώ πολύ για την προσπάθεια του νυν Δημάρχου και ορισμένων μελών του Δημοτικού Συμβουλίου, να «αναβαθμίσουν» την Αμοργό με μεγαλεπήβολα έργα, τα οποία θα καταστρέψουν τον χαρακτήρα του νησιού. Μιλούν για εκβάθυνση του λιμένος των Καταπόλων, για τη δυνατότητα υποδοχής μεγάλων κρουαζιερόπλοιων, ένα έργο που αφενός θα μετατρέψει το λιμάνι σε εργοτάξιο για πολλά χρόνια, αφετέρου δεν θα αποφέρει τίποτε στην οικονομία του νησιού (αυτοί που έχουν πληρώσει αδρά τη συμμετοχή τους στην κρουαζιέρα, με εκλεκτά εδέσματα από τους σεφ του πλοίου, θα βγουν στο νησί να πάνε σε ταβέρνες και εστιατόρια άγνωστης ποιότητας;). Μοναδικό κίνητρο για όλ’ αυτά είναι μονάχα η απληστία αυτών που θα αποκομίσουν αδρά οφέλη από τις προγραμματιζόμενες δαπάνες. Μιλούν για διάνοιξη νέων δρόμων, μερικοί από τους οποίους θα περάσουν αναπόφευκτα μέσα από ιδιόκτητα εδάφη οδηγώντας στο πουθενά. Ας σημειωθεί ότι οι ίδιοι έχουν ήδη παραβεί τον κανονισμό παίρνοντας έγκριση από τον ... εαυτό τους.
Και όλ’ αυτά, ενώ χρονίζει η δυσοσμία, στον όρμο των Καταπόλων, λόγω βλάβης του σωλήνα αποχέτευσης που οδηγεί στην εγκατάσταση του βιολογικού καθαρισμού λυμάτων. Οραματίζονται το αύριο αδιαφορώντας για το σήμερα. Σε όλα αυτά τα σχέδια, κοινός παρονομαστής είναι, το χρήμα, ή επί το χυδαιότερον, η «μίζα»!
Η Αμοργός δεν έχει ανάγκη από τέτοια έργα, αλλά από τη διατήρηση του κυκλαδικού νησιωτικού χαρακτήρα. Για να γίνει αυτό χρειάζεται βελτιστοποίηση των υφισταμένων υπηρεσιών: Ηλεκτρισμός, καθαριότητα, καθαρό νερό, τοπική αλλά και αστική κουζίνα. Αυτά ζητούν οι τουρίστες και, φυσικά, ευχερή πρόσβαση στους σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους: στην κορυφή της Μινώας («Μουντουλιάς»), στους μεσαιωνικούς «πύργους» της, στο μουσείο της Χώρας, όπου φυλάσσονται οι θησαυροί που έφερε στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη· αλλά, πρώτ’ απ’ όλα, το μοναδικό μεσαιωνικό μοναστήρι της Παναγιάς Χοζοβιώτισσας, χτισμένο στην «αγκαλιά» ενός απόκρημνου βράχου, σε ύψος 300 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.
Αυτά προσφέρει το νησάκι μας. Δεν έχει αμμώδεις παραλίες —κάτι που επιζητεί η μεγάλη πλειονότητα των τουριστών— εκτός από εκείνη της Αιγιάλης, αλλά μικρές βραχώδεις, «οικογενειακές» ακτές, όπως εκείνη της Αγίας Άννας, του Αμμουδιού και του Μούρου. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στη βορειοανατολική πλευρά της Αμοργού και πλήττονται από τους βοριάδες και τις ετησίες (μελτέμια). Πού να χωρέσουν τα απληροφόρητα «στίφη» των τουριστών;
Ίσως ηχεί παράδοξο, αλλά θέλουμε λιγότερους τουρίστες. Το νησί δεν «χωράει» άλλους.