Το 1994, όταν εκδόθηκε το Π.Δ., σκοπός ήταν η άμεση προστασία του Κηφισού ποταμού και των Παραχειμάρρων του, ώστε να σταματήσει η ρύπανση τους - αν και απολύτως τσιμεντοποιημένοι νοτιότερα - έως ότου οριοθετηθούν και διευθετηθούν και, εν συνεχεία, να επανεξεταστούν και να αναθεωρηθούν τα όρια της ζώνης προστασίας και οι χρήσεις γης, σύμφωνα με την γενική νομοθεσία που εφραμόζεται για τα υδατορέματα.
Το άρθρο 3Α/παρ.7 του Π.Δ (ΦΕΚ 632 Δ της 27.6.94)., που αφορά στις νόμιμες προϋφιστάμενες της δημοσίευσης εγκαταστάσεις βιομηχανιών - βιοτεχνιών - κτηνοτροφικών και λοιπών ειδικών κτιρίων στην Ζώνη Α, σήμερα, δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο εκδόθηκε το Π.Δ., ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος! Η Ζώνη Α Προστασίας Κηφισού, σύμφωνα με το Π.Δ., αφαίρεσε λειτουργικές χρήσεις, εντελώς ανορθόδοξα, ακόμα και σε νομίμως προ-υφιστάμενα κτίρια. Το αποτέλεσμα είναι να υφίστανται κτίρια νόμιμα με ισχύουσες πολεοδομικές άδειες προ του 1994, χωρίς να μπορούν να αξιοποιηθούν και σιγά σιγά να εγκαταλείπονται και να ερειπώνονται, κάτι το οποίο, έρχεται σε αντίθεση με την αρχική θεμελιώδη αρχή του Διατάγματος για την προστασία του Περιβάλλοντος. Κτίρια, τα οποία δεν αποτελούν αυθαίρετα κτίρια, γίνονται εστίες μόλυνσης, οπτικής και περιβαλλοντικής, με αρνητικές εν τέλει επιπτώσεις προς το περιβάλλον, λόγω της εξαναγκαστικής από την νομοθεσία εγκατάλειψής τους.
Είναι απόλυτα κατανοητό και κοινός στόχος όλων, η προστασία και ανάδειξη του περιβαλλοντικού μας πλούτου και, για την συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό θα ήταν εφικτό, μόνο εάν επιτρεπόντουσαν ήπιες-φιλικές προς το περιβάλλον-μη παραγωγικές χρήσεις γης για τα νομίμως υφιστάμενα κτίρια προ του Π.Δ., που θα επέτρεπαν στου ιδιώτες να συντηρούν σωστά και να χρησιμοποιούν το νόμιμο κτίριο τους με σεβασμό προς το περιβάλλον.
Στις ήπιες χρήσεις υπάγονται οι κατοικίες, τα γραφεία και οι αποθήκες, τα κτίρια εκπαίδευσης, τα πολιτιστικά κέντρα, οι αθλητικές εγκαταστάσεις κ.α.. Η δυνατότητα ανακατασκευής κτιρίων με χαμηλό ενεργειακό αποτύπωμα είναι πλέον εφικτό, κάτι που δεν ήταν το 1994 οπότε και εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα. Τα νομίμως υφιστάμενα κτίρια που δεν έχουν τις παραπάνω χρήσεις να μπορούν να αλλάζουν χρήση κατόπιν εκπόνησης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και έκδοση νέας οικοδομικής άδειας. Επιτρέπεται να επισκευάζονται για λόγους χρήσης και εκσυγχρονισμού τους.
Η ίδια η επιτροπή ‘Οργανισμός Αθήνα’ που είχε εκπονήσει το 1992 την μελέτη με θέμα ‘Καθορισμός Ζώνης Προστασίας Κηφισού και Παραχειμάρρων’, στην οποία είχε βασιστεί ολοκληρωτικά το Προεδρικό Διάταγμα του 1994, δεν έθετε, πέραν από την εκπόνηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, στα υφιστάμενα κτίρια, περιορισμό στην λειτουργία και χρήση τους, ακριβώς με το σκεπτικό, της συντήρησης των νόμιμων κτιρίων.
Η λογική υπαγορεύει ότι εφόσον πρόκειται για νομίμως υφιστάμενα κτίρια και όχι για αυθαίρετα, να επιτρέπονται χρήσεις μικρότερης όχλησης, αντί να υπάρχουν, σταδιακά, νόμιμα κουφάρια από μπετόν κοντά στο ρέμα. Να υπάρχουν δηλαδή, ‘υγιή’ κτίρια με ήπια χρήση φιλικά προς το περιβάλλον, έτσι ώστε, όπως ορίζει και το ίδιο το Π.Δ., να υπάρχει μέριμνα από τους ιδιοκτήτες ‘για την ανάπλαση και αναβάθμιση του φυσικού τοπίου καθώς και μέριμνα για την αισθητική αποκατάσταση των εγκαταστάσεων τους’ και να υποδειχτούν μονοπάτια και πρόσβαση του κοινού προς τα ρέματα μέσω των ιδιοκτησιών ώστε να είναι μόνιμη η διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος.
Επίσης, η κείμενη νομοθεσία επιτρέπει συγκεκριμένες λειτουργείες σε τμήμα των κτιρίων που βρίσκονται εντός των ορίων της ζώνης Β, ενώ τις απαγορεύει στα τμήματα των ιδίων κτιρίων που βρίσκονται στην ζώνη Α. Υφιστάμενα κτίρια που οικοδομήθηκαν νομίμως προ της δημοσίευσης του Π.Δ. και αποτελούν ενιαία λειτουργική ενότητα δεν μπορούν να τεμαχίζονται λειτουργικά λόγω την αυθαίρετης χάραξης του ορίου που δεν έλαβε υπόψιν την ύπαρξη των κτιρίων αυτών και, κατά συνέπεια, τμήμα των κτιρίων να ανήκει στην Ζώνη Α και το υπόλοιπο στην Ζώνη Β. Τι προβλέπεται όταν μέρος των εγκαταστάσεων βρίσκεται στην Ζώνη Α και μέρος στην Ζώνη Β?