Η Σαλαμίνα αποτελεί ένα νησί τόσο με ορεινό όσο και πεδινό χώρο. Το υψηλότερο βουνό του νησιού είναι το Μαυροβούνι (407μ.) το οποίο βρίσκεται στα κεντροανατολικό τμήμα του. Γύρω από τη συγκεκριμένη κορυφή αναπτύσσονται αρκετοί μικροί λόφοι οι οποίοι αποκόπτουν, το βορρά από το νότο του νησιού, αφήνοντας μόνο ένα στενό πέρασμα στο δυτικό παραλιακό μέτωπο, κατά μήκος της λεωφόρου Αιαντείο. Στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού υπάρχει η λοφοσειρά Αράπη, της οποίας η ψηλότερη κορυφή φτάνει τα 220μ. Έντονο ανάγλυφο στη Σαλαμίνα, παρουσιάζεται στα νότια του νησιού. Η περιοχή δυτικά του νοητού άξονα Αιαντείου – Όρμου Περάνης αποτελείται από συνεχείς λοφοσειρές με υψηλότερες κορυφές στα 340μ. και 347μ. αντίστοιχα. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η κάλυψη σε μεγάλο ποσοστό από πευκοδάσος, το οποίο σε αρκετά σημεία καταλήγει στη θάλασσα.
Τα δυο σημαντικότερα πευκόφυτα δάση του νησιού είναι εκείνο της Φανερωμένης στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού και νότια το δάσος των Κανακίων. Σημαντικές δασικές εκτάσεις καταγράφονται επίσης στις περιοχές: Πυλό, Μαυροβούνι, Ξένο, Ηλιακτή, Γούβα και Μπατσί (βόρεια) και Άγιος Νικόλαος. Ωστόσο επισημαίνεται ότι κανένα φυσικό οικοσύστημα του νησιού δεν είναι αξιολογημένο ως «Τοπία Φυσικού Κάλους».
Το αξιόλογο οικοσύστημα του νησιού, έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις εξαιτίας μιας σειράς ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Οι κρισιμότερες αλλοιώσεις αφορούν στις πυρκαγιές που έπληξαν την περιοχή τα τελευταία χρόνια, στην ύπαρξη μιας σειράς ενεργών και ανενεργών λατομείων τα οποία καταλαμβάνοντας μεγάλη έκταση και σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες που φιλοξενούν, επιβαρύνουν σημαντικά το τοπίο και τέλος αφορούν στην μεγάλη συρρίκνωση της γεωργικής γης εξαιτίας ισχυρών οικιστικών πιέσεων.
Αρκετές περιοχές στο νησί, τα τελευταία χρόνια, έχουν πληγεί από πυρκαγιές. Έτσι καταγράφονται σημειακά μια σειρά καμένων εκτάσεων. Ενδεικτικά στις περιοχές Κεραίες, Τοροντό, Αμπελάκια, Βασιλικά, Μπιζάνη κ.α
Η Σαλαμίνα λόγω του μεγέθους της, διαθέτει και ένα εκτεταμένο παράκτιο μέτωπο αντίστοιχα. Το νησί διαθέτει αρκετές μικρές παραλίες οι οποίες εντοπίζονται κυρίως σε ορμίσκους. Η μεγαλύτερη παραλία του νησιού βρίσκεται κατά μήκος της ακτογραμμής που συνδέει τη Σαλαμίνα με το Αιάντειο. Άλλες σημαντικές παραλίες του νησιού είναι στο νότιο τμήμα, τα Κανάκια, το Πυργιακόνι, το Λαμπρανό, το Σατερλί και οι Κολώνες. Στα βορειοδυτικά η Ψιλή Άμμος, το Στενό Φανερωμένης, το Ρέστη, η Ηλιακτή, ο Άγιος Γιώργης και τα Βασιλικά. Στο Αιάντειο και στο Ρέστη βρίσκονται οι δύο οργανωμένες πλαζ Ζέφυρος και Σπιθάρι αντίστοιχα. Ο θαλάσσιος χώρος και οι ακτές της Σαλαμίνας θεωρούνται από τις πιο επιβαρυμένες, περιβαλλοντικά, της Αττικής.
Η ευρύτερη θαλάσσια ρύπανση προκαλείται από την έντονη διακίνηση και τον ελλιμενισμό των πλοίων στο σύνολο του θαλάσσιου χώρου που περιβάλλει τη Σαλαμίνα, από τις βιομηχανικές δραστηριότητες του Θριασίου Πεδίου, τη Ρεβυθούσα, την επιβάρυνση που δημιουργείται από την κίνηση των οχηματαγωγών της γραμμής Παλουκίων – Περάματος και Φανερωμένης – Μεγ. Πεύκου, η οδική σύνδεση του Ναύσταθμου με τη νησίδα του Αγ. Γεωργίου και τα λιμενικά έργα που έγιναν στο χώρο αυτό. Ιδιαίτερα επιβαρυμένος είναι ο θαλάσσιος χώρος που περικλείεται μεταξύ της βόρειας ακτογραμμής του νησιού και της απέναντι Πειραϊκής και Μεγαρικής Ακτής.
Η ρύπανση της θάλασσας και των ακτών, περιβαλλοντική και αισθητική, αποτελεί σοβαρότερο πρόβλημα με σύνθετες πλευρές και υπερτοπικές επιπτώσεις, για την περιοχή της Κυνόσουρας. Ο θαλάσσιος χώρος της Κυνόσουρας αποτελεί επισκευαστική περιοχή του ΟΛΠ ΑΕ, όπου εκτελούνται εργασίες υδροβολής και αμμοβολής.
Το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής μελέτης αποτελείται από εποχιακής ροής χείμαρρους. Ο τελικός αποδέκτης των περισσοτέρων εξ’ αυτών είναι ο Σαρωνικός Κόλπος.